Δεν έχουν παρέλθει ακόμη ούτε τρία χρόνια από όταν η υπερδύναμη αποσυρόταν από τη Συμφωνία του Παρισιού κατά της κλιματικής αλλαγής και
ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θριαμβολογούσε. Εκτοτε, όμως, ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει ανατρέψει πλήρως την εικόνα υιοθετώντας ρηξικέλευθη νομοθεσία για το κλίμα με το λεγόμενο «πακέτο Μπάιντεν», ή τον νόμο IRA, που προβλέπει επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές 369 δισ. δολαρίων για τις τεχνολογίες πράσινης ενέργειας.Η πολιτική αυτή καθιστά τις ΗΠΑ ακαταμάχητα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις και πλέον οι Ευρωπαίοι ανησυχούν, αλλά σχεδιάζουν άτολμα προγράμματα και κωλυσιεργούν εξαιτίας των μεταξύ τους διαφωνιών για το θέμα. Σύμφωνα με την οργάνωση Climate Power, που ασκεί πιέσεις για πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον, από την ψήφιση του IRA τον περασμένο χρόνο έχουν ήδη διοχετευθεί εντός ΗΠΑ 90 δισ. δολ. σε σχέδια τεχνολογίας για καθαρή ενέργεια και γενικώς πράσινες τεχνολογίες.
Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times, ο Ντέιβιντ Σκέισμπρουκ, γενικός διευθυντής της Quinbrook Infrastructure Partners, τονίζει πως «σήμερα οι ΗΠΑ είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει, την πλέον δυναμική ανάπτυξη και την πλέον παραγωγική αγορά για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Ο ίδιος προεξοφλεί μάλιστα πως «αυτό θα κρατήσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, οι επενδύσεις στο πλαίσιο του IRA ενδέχεται να φθάσουν τελικά τα 800 δισ. δολάρια ή ακόμη και το 1,7 τρισ. δολάρια από τη στιγμή που θα ενσωματωθούν τα κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα ως δάνεια και εγγυήσεις.
Επιπλέον, o όμιλος ερευνών και συμβουλευτικών υπηρεσιών Wood Mackenzie προβλέπει πως χάρη στο «πακέτο Μπάιντεν» και τις φοροπαλλαγές του, μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα υπερτριπλασιαστούν οι επενδύσεις στον τομέα της αποθήκευσης ενέργειας, πλησιάζοντας τα 16 δισ. δολάρια. Υπολογίζει επίσης πως μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι ΗΠΑ θα αντιπροσωπεύουν το 13% της παραγωγής μπαταριών λιθίου.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μπάιντεν έχει θορυβήσει τους Ευρωπαίους, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να προειδοποιεί πως το IRA «θα διασπάσει τη Δύση» και την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι αποτελεί «αθέμιτο ανταγωνισμό» και δημιουργεί «κλειστές αγορές».
Την ίδια στιγμή, όμως, το συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα χαρακτηρίζει ανεπαρκή την απάντηση της Κομισιόν στο «πακέτο Μπάιντεν» και τις προτάσεις της προέδρου για την περαιτέρω χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Η Κομισιόν προτείνει συγκεκριμένα την προσωρινή χαλάρωση των κανόνων μέχρι το τέλος του 2025 όταν πρόκειται για επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή τις τεχνολογίες αφαίρεσης του άνθρακα.
Δεδομένου ότι δεν έχουν όλες οι χώρες-μέλη τις ίδιες δυνατότητες για να στηρίξουν τις βιομηχανίες τους, έχει προτείνει σε αρχική φάση να αξιοποιηθούν τα 225 δισ. ευρώ που έχουν απομείνει από τα 800 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης κατά της ύφεσης της πανδημίας. Παράλληλα σχεδιάζει να διαθέσει για τον ίδιο σκοπό 250 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα της ΕΕ κατά της ενεργειακής κρίσης, με στόχο να ενθαρρύνει τις βιομηχανίες να μειώσουν τις εκπομπές καυσαερίων.
Είναι σαφές ότι παραμένει ακανθώδες το θέμα της χρηματοδότησης και έχει ήδη προκαλέσει τριβές πολύ προτού παρουσιαστούν οι συγκεκριμένες προτάσεις, καθώς ορισμένες χώρες έχουν επισημάνει τον κίνδυνο διεύρυνσης της ανισότητας ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.
Η Γερμανία και η Γαλλία θα μπορούν να διαθέσουν μεγάλα κεφάλαια για την ενίσχυση των βιομηχανιών τους, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ελλάδα ή χώρες της Βαλκανικής. Είναι ενδεικτικό ότι από τα 672 δισ. ευρώ κρατικών ενισχύσεων που έχει εγκρίνει η Κομισιόν για την ανάκαμψη των οικονομιών από την πανδημία, το 53% αφορούσε τη Γερμανία και το 24% τη Γαλλία. Και φυσικά, ούτε λόγος για χρηματοδότηση ενός πακέτου αντίστοιχου του «πακέτου Μπάιντεν» με νέα έκδοση κοινού χρέους.
Την ίδια στιγμή, όμως, στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ παράγονται και συναρμολογούνται τεράστιες μπαταρίες μεγέθους βαλίτσας με βάση τον ψευδάργυρο, που είναι η εναλλακτική και σαφώς φθηνότερη πρώτη ύλη έναντι του λιθίου και αναμένεται πως θα προσφέρουν προσιτή και καθόλου εύφλεκτη ενέργεια σε νοσοκομεία, σχολεία και άλλους φορείς.
Παράλληλα, από το Οχάιο μέχρι την Τζόρτζια ρέουν οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας ιόντων λιθίου, που θα τροφοδοτήσουν τον νέο στόλο ηλεκτροκίνητων οχημάτων των ΗΠΑ. Και στο μεταξύ η Bloomberg NEF υπολογίζει πως μόνο στη διάρκεια του περασμένου έτους ο παγκόσμιος πρωταθλητής στην ενεργειακή μετάβαση, η Κίνα, επένδυσε 546 δισ. δολάρια σε τέτοια σχέδια.