Μετά το πόρισμα της ΡΑΕ η κυβέρνηση αναμένεται να φορολογήσει τα έσοδα με συντελεστή 90%
Στα χέρια της κυβέρνησης βρίσκεται πλέον το πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) για τα υπερέσοδα των εταιρειών παραγωγής ενέργειας από τον Οκτώβριο 2021 έως τον Ιούνιο 2022 (περίοδος πριν την εφαρμογή του «πλαφόν» στα έσοδα των ηλεκτροπαραγωγών), τα οποία ανέρχονται σε 373,55 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη φορολόγησή τους με συντελεστή 90%, «όπως είχε εξαγγελθεί», δήλωσε σήμερα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας.
«Παρέλαβα πριν από λίγο το πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, σχετικά με το προσωρινό ποσό της έκτακτης εισφοράς των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της περιόδου Οκτωβρίου 2021- Ιουνίου 2022, το οποίο η Αρχή προσδιορίζει στα 373,55 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση, συνεπής με τις δεσμεύσεις της, προχωρεί αμέσως στην αναδρομική φορολόγηση των υπερεσόδων, με την ανάκτηση του παραπάνω ποσού», ανέφερε ο υπουργός.
Και προσέθεσε: «Είμαστε η πρώτη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που φορολογούμε τα υπερέσοδα αυτών των εταιρειών, αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022, σε ποσοστό 90%. Τα χρήματα θα κατευθυνθούν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και θα προστεθούν σε αυτά που ήδη έχουμε ανακτήσει στην πηγή από τον Ιούλιο 2022 έως σήμερα.
Έτσι, τα υπερέσοδα που ανακτώνται από τις εταιρείες παραγωγής ενέργειας συνολικά για την περίοδο Οκτωβρίου 2021 – Οκτωβρίου 2022, φτάνουν τα 2,69 δισ. ευρώ. Παράλληλα, καταθέτουμε – περί τα μέσα Νοεμβρίου – νομοθετική πρωτοβουλία για ανάκτηση των όποιων υπερεσόδων προκύπτουν και από τις εταιρείες προμήθειας ενέργειας», σημείωσε ο Κώστας Σκρέκας.
Όπως ανέφερε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, από την αρχή αυτής της μεγάλης δοκιμασίας για όλη την Ευρώπη, «η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεσμεύτηκε ενώπιον των Ελληνίδων και των Ελλήνων ότι δεν θα επιτρέψει κανενός είδους αισχροκέρδεια. Εφαρμόζουμε αυτή την πολιτική μας δέσμευση πλήρως και στον τομέα της ενέργειας. Πρώτιστη μέριμνά μας είναι η διατήρηση προσιτών τιμών στους λογαριασμούς των καταναλωτών έως το τέλος της μεγάλης πανευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης».