Πάντα θα υπάρχουν επιχειρηματικοί ηγέτες, πιστοί στην παράδοση των παλαιών βαρόνων που θεωρούν ότι λειτουργούν πάνω από...
πολιτικούς και ρυθμιστικές αρχές. Ο καπιταλισμός απαιτεί νομιμότητα, ενώ το αντίθετο οδηγεί σε άνθηση του λαϊκισμού.
Μια φορά στο τόσο, ο καπιταλισμός πρέπει να σώζεται από τις λεηλασίες των... καπιταλιστών. Χωρίς περιορισμούς, η επιχειρηματικότητα γίνεται μονοπώλιο και η καινοτομία εξελίσσεται σε προσοδοθηρία. Οι αλαζόνες που αναταράσσουν τα πράγματα σήμερα, θέτουν τις βάσεις για τα βολικά καρτέλ του αύριο. Ο καπιταλισμός λειτουργεί όταν κάποιος επιβάλλει τον ανταγωνισμό. Και οι επιτυχημένοι καπιταλιστές δεν αγαπούν ιδιαίτερα τον ανταγωνισμό.
Ο Θίοντορ Ρούσβελτ το αντιλαμβανόταν αυτό όταν, ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αξιοποίησε τον νόμο Σέρμαν κατά των τιτάνων της βιομηχανίας, καθώς έμπαινε ο 20ος αιώνας. Από εκεί και μετά, ο αντιμονοπωλιακός νόμος χρησιμοποιήθηκε, κάποιες φορές αποτελεσματικά, κάποιες φορές όχι και τόσο, προκειμένου να προστατεύσει το συμφέρον των καταναλωτών και με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιήσει τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν, σε καμία περίπτωση αριστερός, ήταν πρόεδρος όταν διαλύθηκε η AT&T.
Η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση άλλαξαν τα πράγματα. Οι διασυνοριακές δραστηριότητες των μεγαλύτερων εταιριών στον κόσμο, καθιστούν δυσκολότερο το σχεδιασμό ενός συστήματος ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Η παγκοσμιοποίηση έχει πολλαπλασιάσει τις ευκαιρίες για φοροαποφυγή, και ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ κρατών έχει εξασθενίσει την πολιτική βούληση να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός στην αγορά. Άτολμοι εθνικοί πολιτικοί διστάζουν να τα βάλουν με παγκόσμια μεγαθήρια ή με τις πλούσιες στρατιές τους που δραστηριοποιούνται παρασκηνιακά. Ναι, θα τους άρεσε αν αυτές οι εταιρίες πλήρωναν λίγο υψηλότερους φόρους, αλλά όχι τόσο ώστε να απειλήσουν να μεταφέρουν αλλού επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Καταναλωτές και λιγότερο προνομιούχοι φορολογούμενοι, είναι οι χαμένοι. Το ίδιο και η οικονομία της αγοράς.
Προσφέρεται εθελοντικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Μαργκρέτε Βερστάγκερ, η επίτροπος που είναι αρμόδια για τον ανταγωνισμό, μονοπωλεί τις ειδήσεις τελευταία, αφότου διέταξε την Apple να πληρώσει 13 δισ. ευρώ σε φόρους προς την ιρλανδική κυβέρνηση. Αν αυτό φαντάζει τεράστιο ποσό, καλύτερα να συγκριθεί με τα 215 δισ. δολάρια που εκτιμάται ότι η Apple κρατά στο εξωτερικό, εκεί όπου οι αρχές δεν μπορούν να τα αγγίξουν.
Έπειτα από μακρά έρευνα, η κ. Βερστάγκερ συμπέρανε ότι οι περίπλοκες φορολογικές συμφωνίες με την ιρλανδική κυβέρνηση έδωσαν στην Apple πλεονεκτήματα που δεν είναι διαθέσιμα σε άλλες επιχειρήσεις και τα οποία υπέσκαπταν τον ανταγωνισμό παραβιάζοντας τους ευρωπαϊκούς νόμους περί κυβερνητικής στήριξης. Η εταιρία, τόνισε η επίτροπος, πλήρωνε φόρους με συντελεστή μόλις 0,005% -αν και η Apple αρνείται αυτό το νούμερο και αμφισβητεί την απόφαση.
Η κατασκευάστρια του iPhone δεν είναι η μόνη εταιρία υπό το μικροσκόπιο της Κομισιόν. Σε εξέλιξη βρίσκονται έρευνες επάνω στον αντίκτυπο που έχουν στον ανταγωνισμό οι φορολογικές συμφωνίες των Starbucks, Amazon και McDonald's. Η κ. Βερστάγκερ ηγείται μιας έρευνας τριών πυλώνων, επάνω στις ευρωπαϊκές δραστηριότητες της Google, μιας εταιρίας που απολαμβάνει έντονη κυριαρχία στην αγορά και της οποίας οι φορολογικές υποθέσεις εξετάζονται εξονυχιστικά σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ.
Θα ωραιοποιούσαμε την κατάσταση αν ισχυριζόμασταν ότι αυτές οι επιχειρήσεις είναι απλά οργισμένες λόγω των ερευνών. Ο τραπεζίτης Τζον Πιερπόν Μόργκαν πίστευε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Roosevelt ως ίσο. Περίπου με την ίδια αγανάκτηση, ο διευθύνων σύμβουλος της Apple, Τιμ Κουκ, κατσαδιάζει την απόφαση της Κομισιόν ως «πολιτικές αηδίες». Άλλο που η Apple διοχετεύει έσοδα μέσω οντοτήτων «χωρίς έδρα» που δε δίνουν λογαριασμό σε καμία φορολογική δικαιοδοσία. Ο κ. Κουκ δείχνει να πιστεύει ότι η επιχείρησή του λειτουργεί σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο των απλών πολιτικών και ρυθμιστικών αρχών. Η κυβέρνηση απλά θα έπρεπε να φύγει από τη μέση. Έτσι όπως το βλέπω εγώ, η Apple κατασκευάζει στιλάτα και έξυπνα ψηφιακά gadgets, αλλά αυτό μετά βίας της απονέμει ειδικό status.
Η Google, όπως και η Apple, εξακολουθεί να επιμένει ότι είναι επιμελής στις νομικές φορολογικές υποχρεώσεις της. Δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητούμε το λόγο της. Αυτό που της διαφεύγει εδώ είναι ότι οι ευθύνες μιας επιχείρησης δεν περιορίζονται στην αυστηρή προσκόλληση στη νομοθεσία. Οι κοινωνίες μέσα στις οποίες ανθίζουν οι αγορές είναι εκείνες που τρέφουν σεβασμό για ένα πιο περίπλοκο συνδυασμό συμβάσεων και νορμών. Μπορεί να είναι νόμιμο, ας πούμε, όταν η Google ελαχιστοποιεί το φόρο που πληρώνει, στέλνοντας τις βρετανικές πωλήσεις σε ιρλανδική θυγατρική. Αλλά αυτή δεν είναι πράξη ενός καλού πολίτη. Και προκαλεί για λαϊκίστικη απάντηση. Για να δανειστώ τα λεγόμενα του Ρούσβελτ: «Όταν ο συσσωρευμένος πλούτος απαιτεί άδικα πράγματα, στην τεράστια δύναμή του μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο η ακόμη μεγαλύτερη δύναμη του λαού συνολικά».
Μέχρι στιγμής, οι πολιτικοί έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις λαϊκίστικες εξεγέρσεις σε όλες τις πλούσιες δημοκρατίες. Αλλά πίσω από αυτά τα κινήματα κρύβεται μια βαθιά δυσφορία του κόσμου για την παγκοσμιοποίηση και την συμπεριφορά των μεγάλων επιχειρήσεων. Είτε πρόκειται για τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, είτε για την Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία ή τον Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία, το δόγμα των λαϊκιστών είναι ο οικονομικός εθνικισμός: το σύστημα χειραγωγείται, επομένως υψώστε φράγματα κατά του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η κοινή αντίληψη είναι ότι αυτές τις εταιρίες που δρέπουν τους καρπούς της παγκοσμιοποίησης, δεν τις φτάνουν οι νόμοι που ισχύουν για όλους τους άλλους. Όλες οι ανασφάλειες της παγκοσμιοποίησης βαραίνουν τους απλούς πολίτες. Οι λαϊκιστές εκμεταλλεύονται την όλο και μικρότερη πίστη του κόσμου στην αγορά. Το κομπογιαννίτικο φάρμακο που προτείνουν, είναι περισσότερος κρατικός έλεγχος.
Πάντα θα υπάρχουν επιχειρηματικοί ηγέτες, πιστοί στην παράδοση των παλαιών βαρόνων που πιστεύουν ότι η κλίση τους είναι υψηλότερη από των υπολοίπων και ότι η δημοκρατική πολιτική είναι «αηδίες». Βρίσκουν υποστήριξη σε φιλελεύθερους και σε όσους αντιλαμβάνονται κατά κυριολεξία την ελεύθερη αγορά, οι οποίοι πιστεύουν ότι μοναδικός ρόλος της επιχείρησης είναι να μεγιστοποιεί κέρδη.
Ο Ρούσβελτ δεν ήταν σοσιαλιστής. Αντίληψή του ήταν ότι ο καπιταλισμός απαιτεί νομιμότητα. Ότι θα ακμάσει μακροπρόθεσμα, μόνο αν κινείται στη σφαίρα της ευημερίας των πολιτών του κράτους. Αυτό είναι αληθές σήμερα όσο ήταν και τότε. Είναι πολύ νωρίς για να αναλάβει η κ. Βερστάγκερ το ρόλο του Ρούσβελτ. Αλλά οποιοσδήποτε υποστηρίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς που κατέστησε δυνατή την επιτυχία της Apple, της Google και των ομοίων τους, θα πρέπει να χαιρετήσει την θαρραλέα προσπάθειά της να επαναφέρει την ισορροπία.
Πηγή
Via
Via