Πρόσφατη έρευνα στην Ελλάδα έδειξε ότι οι γονείς υποτιμούν τα προβλήματα...
που προκαλεί το αυξημένο βάρος των παιδιών τους, με αποτέλεσμα την μην έγκαιρη αντιμετώπιση των συνεπειών της παχυσαρκίας. Συνήθως οι περισσότεροι γονείς αποφασίζουν να επισκεφτούν διαιτολόγο-διατροφολόγο, μόνο όταν ο παιδίατρος επισημάνει ότι το παιδί είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Να ξέρετε όμως, ότι οι παιδίατροι, ενίοτε εφησυχάζουν τους γονείς και δεν παραπέμπουν πάντα τα παχύσαρκα παιδιά σε διαιτολόγο αν δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα υγείας πέραν του αυξημένου βάρους.
Από την επιστημιονική ομάδα του διατροφολόγου Αναστάσιου Παπαλαζάρου "Η διατροφή του Παιδιού"
Για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας του παιδιού απαιτείται επιστημονική αντιμετώπιση, κι αυτό διότι οιστοιχειώδες γνώσεις των γονέων συνήθως δεν επαρκούν. Αντιθέτως, μπορεί να δημιουργήσουν και περαιτέρω προβλήματα (π.χ. μια “περιοριστική” διατροφή μπορεί να προκαλέσει στο παιδί έλλειψη ασβεστίου/ σιδήρου ή μια άλλη διατροφή πλούσια σε κρέας μπορεί να δημιουργήσει αυξημένη χοληστερίνη).
Ο διαιτολόγος, χρησιμοποιώντας τις εξειδικευμένες γνώσεις και την εμπειρία του, καθοδηγεί το παιδί και τους γονείς, ώστε η διαιτολογική παρέμβαση να είναι αποτελεσματική, δηλαδή το παιδί να αποκτήσει φυσιολογικό βάρος και να είναι υγιές. Αξιολογεί κατά πόσο το παιδί τρέφεται σωστά, δίνει κίνητρα για την αύξηση της φυσικής του δραστηριότητας (π.χ. θα μπορέσει να τρέξει καλύτερα στην μπάλα), αλλά εκτιμά επίσης την ικανότητα και την προθυμία του να κάνει τις απαιτούμενες αλλαγές. Βοηθά το παιδί και τους γονείς να έχουν την κατάλληλη ψυχολογία να εφαρμόσουν, αυτές τις αλλαγές, στην πράξη.
Συχνά, για την καλύτερη αντιμετώπιση του παχύσαρκου παιδιού, ο διαιτολόγος συνεργάζεται και με άλλους επιστήμονες υγείας (παιδίατρο, ψυχολόγο, γυμναστή), δημιουργώντας τη λεγόμενη διεπιστημονική ομάδα. Ο διαιτολόγος ή η επιστημονική ομάδα απευθύνεται είτε στο παιδί είτε στον γονέα είτε και στους δύο μαζί, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, με σκοπό να τους κινητοποιήσει, να τους υποστηρίξει, να τους ενθαρρύνεικαι να τους δώσει λύσεις, π.χ. οδηγίες για τη συχνότητα, την ποσότητα και την ποιότητα των γευμάτων και των σνακς.
Ειδικότερα, ο διαιτολόγος εντοπίζει το διατροφικό πρόβλημα και ρυθμίζει την τρέχουσα πρόσληψη τροφής,λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν άμεσα, αλλά και τις προτιμήσεις του παιδιού. Όσον αφορά στη φυσική δραστηριότητα, επισημαίνει στους γονείς τη σημασία της άσκησης, τόσο στη μείωση του βάρους, αλλά και στην ψυχολογία και γενικά στην υγεία του παιδιού.
Ο διαιτολόγος, για να βοηθήσει το παιδί, χρειάζεται να παρεμβαίνει και στους γονείς, π.χ. παρέχοντάς τουςδιατροφικές γνώσεις, εκπαίδευση στον τρόπο που τρέφονται, στον τρόπο μαγειρέματος, στην αγορά τροφίμων κ.ά. Μαθαίνει τους γονείς να λειτουργούν ως πρότυπα, τους συμβουλεύει για τη διαχείριση τωνεντάσεων, τους προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις επιβράβευσης κ.ά. Καθοδηγεί τους γονείς πώς να μην δίνουν έμφαση στην “εικόνα σώματος” του παιδιού (π.χ.”έχει λίγη κοιλίτσα ακόμη”) αλλά να επικεντρώνονταιστην υιοθέτηση ορθής συμπεριφοράς ως προς τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα (π.χ. επιβραβεύοντάς το που κάθε μέρα τρώει μαζί με το φαγητό και μια μεγάλη χούφτα πολύχρωμα λαχανικά). Επομένως, η διαιτολογική παρέμβαση είναι πολύ χρήσιμη, ήδη από την παιδική ηλικία. Σκοπός είναι να δοθεί έμφαση στην απώλεια του περιττού λίπους ή στη διατήρηση/ επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης βάρους, ώστε το παιδί καθώς αναπτύσσεται να αποκτήσει ιδανικό βάρος για το ύψος του. Επίσης, έμφαση πρέπει να δοθεί στην επαρκή πρόσληψη θερμίδων και θρεπτικών συστατικών, στη σωστή διατροφή και στην υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας ή της λανθασμένης διατροφικής συμπεριφοράς, από μικρή ηλικία, αποτρέπει την εμφάνιση, στο μέλλον, χρόνιων ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, τα καρδιαγγειακά προβλήματα, η λιπώδης διήθηση του ήπατος, το άσθμα, ο καρκίνος, η υπέρταση, η άπνοια ύπνου, η κατάθλιψη, η κοινωνική απόρριψη, κ.ά.
Πηγή
Via
Ο διαιτολόγος, για να βοηθήσει το παιδί, χρειάζεται να παρεμβαίνει και στους γονείς, π.χ. παρέχοντάς τουςδιατροφικές γνώσεις, εκπαίδευση στον τρόπο που τρέφονται, στον τρόπο μαγειρέματος, στην αγορά τροφίμων κ.ά. Μαθαίνει τους γονείς να λειτουργούν ως πρότυπα, τους συμβουλεύει για τη διαχείριση τωνεντάσεων, τους προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις επιβράβευσης κ.ά. Καθοδηγεί τους γονείς πώς να μην δίνουν έμφαση στην “εικόνα σώματος” του παιδιού (π.χ.”έχει λίγη κοιλίτσα ακόμη”) αλλά να επικεντρώνονταιστην υιοθέτηση ορθής συμπεριφοράς ως προς τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα (π.χ. επιβραβεύοντάς το που κάθε μέρα τρώει μαζί με το φαγητό και μια μεγάλη χούφτα πολύχρωμα λαχανικά). Επομένως, η διαιτολογική παρέμβαση είναι πολύ χρήσιμη, ήδη από την παιδική ηλικία. Σκοπός είναι να δοθεί έμφαση στην απώλεια του περιττού λίπους ή στη διατήρηση/ επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης βάρους, ώστε το παιδί καθώς αναπτύσσεται να αποκτήσει ιδανικό βάρος για το ύψος του. Επίσης, έμφαση πρέπει να δοθεί στην επαρκή πρόσληψη θερμίδων και θρεπτικών συστατικών, στη σωστή διατροφή και στην υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας ή της λανθασμένης διατροφικής συμπεριφοράς, από μικρή ηλικία, αποτρέπει την εμφάνιση, στο μέλλον, χρόνιων ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, τα καρδιαγγειακά προβλήματα, η λιπώδης διήθηση του ήπατος, το άσθμα, ο καρκίνος, η υπέρταση, η άπνοια ύπνου, η κατάθλιψη, η κοινωνική απόρριψη, κ.ά.
Πηγή
Via