Ανατρέχοντας στη «διαδρομή» της από τη Νιγηρία ως την Ελλάδα στις αρχές
του 2000 αλλά και στη μετέπειτα ζωή της... στη χώρα μας η 29χρονη Σόλες
Γκόντγουιν δύσκολα θα έβρισκε δραματικά στιγμιότυπα ή σκληρά ρατσιστικά
βιώματα. Η ζωή στην Ελλάδα την καθόρισε αλλά δεν την «στιγμάτισε».
Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια πολύ δεμένη οικογένεια και με την
στήριξη των γονιών της να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα: να γίνει
γιατρός. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να βγαίνει μπροστά κάθε φορά που
χρειάστηκε να υποστηρίξει τα δικαιώματα και των λιγότερο «τυχερών»
μεταναστών από εκείνη αλλά και να διεκδικήσει με πάθος «το αυτονόητο για μένα, για τα αδέλφια μου, για όλους μας, το να είμαστε ισότιμοι πολίτες στη χώρα όπου γεννηθήκαμε ή που μεγαλώσαμε». Αυτονόητο επίσης ήταν -και είναι- για την ειδικευόμενη παθολόγο στο
Μαμάτσειο νοσοκομείο Κοζάνης η περίθαλψη και η φροντίδα κάθε ασθενή,
χωρίς άλλο κριτήριο παρά μόνο το επείγον ή μη της κατάστασής του. Από
τον Δεκέμβριο του 2013 που κάνει την ειδικότητά της στην Παθολογική
κλινική του Μαμάτσειου η νεαρή γυναίκα κλήθηκε να χειριστεί περιστατικά
με ασθενείς που «δυσκολεύονταν» να αποδεχτούν την ιδιότητά της ή το φύλο της, ενίοτε και το χρώμα της, ωστόσο τα αντιμετώπιζε με συγκατάβαση.
Προσπαθούσε να κατανοήσει τα στερεότυπα και τις αγκυλώσεις που κουβαλούν οι άνθρωποι, ιδίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, στην ελληνική επαρχία και
κυρίως να πράττει αυτό που της υπαγόρευε ο όρκος του Ιπποκράτη και
μόνο. Ωστόσο, το περιστατικό της εφημερίας της περασμένης Τρίτης με τον
57χρονο Έλληνα που –αφού δέχτηκε την περίθαλψη- τής επιτέθηκε λέγοντάς
της «Σαπούνι και Χίτλερ σου χρειάζεται», ενεργοποίησε αμέσως τα
αντιρατσιστικά αντανακλαστικά της. Έχοντας κάνει το καθήκον της απέναντι στον ασθενή, χορηγώντας του την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της δύσπνοιας λόγω αλλεργίας που τον ταλαιπωρούσε,
αποφάσισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ότι θα κάνει και το καθήκον της ως
άνθρωπος σκεπτόμενος, ελεύθερος, αξιοπρεπής. Στράφηκε στον συνταξιούχο
τραπεζικό που θα παρέμενε στο Τμήμα Βραχείας Νοσηλείας και του
ανακοίνωσε ότι θα καταγγείλει τη λεκτική επίθεση εις βάρος της,
ενημέρωσε σχετικά την επιμελήτρια της κλινικής και πήγε στο αστυνομικό
τμήμα. Υπέβαλε μήνυση και επέστρεψε στην εφημερία της – είχε κάνει αυτό
που έπρεπε. Την ίδια καθαρότητα και σαφήνεια είχαν οι επιλογές της από την πρώτη
στιγμή που βρέθηκε στην Ελλάδα. Ήταν 14 χρόνων όταν έφτασε στην Αθήνα. Η επαγγελματική ενασχόληση του πατέρα της με το ποδόσφαιρο τον είχε
οδηγήσει από τη Νιγηρία στην Κύπρο και μετά στη χώρα μας, που
αποδείχθηκε τελικά προορισμός ζωής καθώς τον ακολούθησαν σύντομα η
σύζυγός του και τα παιδιά του, η Σόλες και τα τρία αγόρια τους. Η Σόλες
πήγε σχολείο στη Βαρυπόμπη και στο Διαπολιτισμικό του Ελληνικού από όπου και αποφοίτησε το 2004. Η άδεια παραμονής των γονιών της τής πρόσφερε
δίχτυ προστασίας έναντι των οργάνων του κράτους, όχι όμως και απέναντι
στις ξενοφοβικές αντιδράσεις από λίγους –ευτυχώς- Έλληνες. Για την οικογένειά της και τους φίλους της η εισαγωγή της Σόλες
Γκόντγουιν στην Ιατρική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης δεν
ήταν έκπληξη: ήξεραν ότι η Σόλες έχει επιμονή και θέληση. Για εκείνη
πάλι η επιτυχία στο Πανεπιστήμιο σηματοδότησε και την σκληρή ενηλικίωσή
της στην χώρα: η Ελλάδα με τους ζεστούς ανθρώπους που τόσο αγάπησε
μετατράπηκε αίφνης σε μια χώρα που επιφύλασσε μόνο γραφειοκρατικά
παράλογα και «τρύπια» νομοθεσία σε ό,τι αφορά τους μετανάστες δεύτερης
γενιάς, ακόμη και σε εκείνους που είχαν γεννηθεί, μεγαλώσει και
σπουδάσει στην Ελλάδα. Αγαπώ αυτήν τη χώρα και εκτιμώ τη ζωή εδώ αλλά είναι φοβερό να
διαχωρίζουν συνέχεια τους ανθρώπους. Μετά την ενηλικίωση ανανεώνω κάθε
χρόνο την άδεια παραμονής και η όλη διαδικασία είναι τόσο μειωτική» είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξή της. Με την άδεια παραμονής ξεπέρασε
άλλον έναν σκόπελο, την έναρξη της αναγκαίας ιατρικής ειδίκευσης, καθώς
το ελληνικό κράτος μου έβαζε εμπόδια, πάλι με την ίδια αιτιολογία, ότι
δεν έχω ελληνική ιθαγένεια». Λίγο αργότερα θα ανακάλυπτε ότι παρότι
μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν είχε δικαίωμα ψήφου στις αρχαιρεσίες
του – γεγονός που σήμανε νέα παρέμβαση στο συγκεκριμένο πεδίο με
επικεφαλής την ίδια. Για την Σόλες η ανάδειξη αυτών των θεμάτων που αποτελούν την
καθημερινότητα δεκάδων χιλιάδων συνομηλίκων της, μεταναστών δεύτερης
γενιάς, (εκτιμάται ότι 75.000 παιδιά μεταναστών φοιτούν σε όλες τα
σχολεία της χώρας) έγινε μονόδρομος. Αυτά τα παιδιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης
κατηγορίας» έλεγε πριν από δύο χρόνια μιλώντας σε εκδήλωση
μεταναστευτικών κοινοτήτων και άλλων φορέων με θέμα «Ιθαγένεια για όλα
τα παιδιά». «Η ζωή μας είναι στην Ελλάδα. Μην ‘παγώνετε’ με νόμους και
αποφάσεις τη ζωή μας, το μέλλον μας» ζητούσε από την πολιτεία. Από τον Δεκέμβριο του 2013 η Σόλες Γκόντγουιν ζει στην Κοζάνη ως
ειδικευόμενη στην Παθολογία στο Μαμάτσειο νοσοκομείο. Είχαν προηγηθεί
δύο «άγονα» χρόνια, όπως αυτά που βιώνουν οι περισσότεροι απόφοιτοι
Ιατρικής περιμένοντας μέχρι να «ανοίξει» θέση για ειδικότητα σε
νοσοκομείο. Σε αντίθεση με την αβεβαιότητα και την αγωνία για το μέλλον
της ως γιατρού, επί προσωπικού υπήρχε ηρεμία. Μοιραζόταν πια τη ζωή της με τον Δημήτρη Κερίμη, μοριακό βιολόγο στο
επάγγελμα, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στη διάρκεια των φοιτητικών τους χρόνων στη Θράκη. Η απόσταση Αθήνα- Κοζάνη δεν ήταν εύκολο να διανύεται με μεγάλη συχνότητα, ωστόσο αμφότεροι είχαν αποδεχτεί τις θυσίες που
απαιτούσε η δουλειά τους. Την περασμένη Πέμπτη ο κ. Κερίμης δεν τα
κατάφερε να είναι κοντά της στο δικαστήριο, ωστόσο η Σόλες βρισκόταν
ανάμεσα σε «δικούς» της ανθρώπους, σε δεκάδες συναδέλφους της αλλά και
απλούς πολίτες που έσπευσαν στο δικαστικό μέγαρο της Κοζάνης για να την
στηρίξουν και να την εμψυχώσουν να συνεχίσει να υψώνει τη φωνή της
απέναντι σε κάθε μορφή βίας. Η συμπαράστασή τους ήταν η δικαίωσή της –
ίσως περισσότερο κι από τη μεταμέλεια του 57χρονου.
Via
του 2000 αλλά και στη μετέπειτα ζωή της... στη χώρα μας η 29χρονη Σόλες
Γκόντγουιν δύσκολα θα έβρισκε δραματικά στιγμιότυπα ή σκληρά ρατσιστικά
βιώματα. Η ζωή στην Ελλάδα την καθόρισε αλλά δεν την «στιγμάτισε».
Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια πολύ δεμένη οικογένεια και με την
στήριξη των γονιών της να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα: να γίνει
γιατρός. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να βγαίνει μπροστά κάθε φορά που
χρειάστηκε να υποστηρίξει τα δικαιώματα και των λιγότερο «τυχερών»
μεταναστών από εκείνη αλλά και να διεκδικήσει με πάθος «το αυτονόητο για μένα, για τα αδέλφια μου, για όλους μας, το να είμαστε ισότιμοι πολίτες στη χώρα όπου γεννηθήκαμε ή που μεγαλώσαμε». Αυτονόητο επίσης ήταν -και είναι- για την ειδικευόμενη παθολόγο στο
Μαμάτσειο νοσοκομείο Κοζάνης η περίθαλψη και η φροντίδα κάθε ασθενή,
χωρίς άλλο κριτήριο παρά μόνο το επείγον ή μη της κατάστασής του. Από
τον Δεκέμβριο του 2013 που κάνει την ειδικότητά της στην Παθολογική
κλινική του Μαμάτσειου η νεαρή γυναίκα κλήθηκε να χειριστεί περιστατικά
με ασθενείς που «δυσκολεύονταν» να αποδεχτούν την ιδιότητά της ή το φύλο της, ενίοτε και το χρώμα της, ωστόσο τα αντιμετώπιζε με συγκατάβαση.
Προσπαθούσε να κατανοήσει τα στερεότυπα και τις αγκυλώσεις που κουβαλούν οι άνθρωποι, ιδίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, στην ελληνική επαρχία και
κυρίως να πράττει αυτό που της υπαγόρευε ο όρκος του Ιπποκράτη και
μόνο. Ωστόσο, το περιστατικό της εφημερίας της περασμένης Τρίτης με τον
57χρονο Έλληνα που –αφού δέχτηκε την περίθαλψη- τής επιτέθηκε λέγοντάς
της «Σαπούνι και Χίτλερ σου χρειάζεται», ενεργοποίησε αμέσως τα
αντιρατσιστικά αντανακλαστικά της. Έχοντας κάνει το καθήκον της απέναντι στον ασθενή, χορηγώντας του την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της δύσπνοιας λόγω αλλεργίας που τον ταλαιπωρούσε,
αποφάσισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ότι θα κάνει και το καθήκον της ως
άνθρωπος σκεπτόμενος, ελεύθερος, αξιοπρεπής. Στράφηκε στον συνταξιούχο
τραπεζικό που θα παρέμενε στο Τμήμα Βραχείας Νοσηλείας και του
ανακοίνωσε ότι θα καταγγείλει τη λεκτική επίθεση εις βάρος της,
ενημέρωσε σχετικά την επιμελήτρια της κλινικής και πήγε στο αστυνομικό
τμήμα. Υπέβαλε μήνυση και επέστρεψε στην εφημερία της – είχε κάνει αυτό
που έπρεπε. Την ίδια καθαρότητα και σαφήνεια είχαν οι επιλογές της από την πρώτη
στιγμή που βρέθηκε στην Ελλάδα. Ήταν 14 χρόνων όταν έφτασε στην Αθήνα. Η επαγγελματική ενασχόληση του πατέρα της με το ποδόσφαιρο τον είχε
οδηγήσει από τη Νιγηρία στην Κύπρο και μετά στη χώρα μας, που
αποδείχθηκε τελικά προορισμός ζωής καθώς τον ακολούθησαν σύντομα η
σύζυγός του και τα παιδιά του, η Σόλες και τα τρία αγόρια τους. Η Σόλες
πήγε σχολείο στη Βαρυπόμπη και στο Διαπολιτισμικό του Ελληνικού από όπου και αποφοίτησε το 2004. Η άδεια παραμονής των γονιών της τής πρόσφερε
δίχτυ προστασίας έναντι των οργάνων του κράτους, όχι όμως και απέναντι
στις ξενοφοβικές αντιδράσεις από λίγους –ευτυχώς- Έλληνες. Για την οικογένειά της και τους φίλους της η εισαγωγή της Σόλες
Γκόντγουιν στην Ιατρική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης δεν
ήταν έκπληξη: ήξεραν ότι η Σόλες έχει επιμονή και θέληση. Για εκείνη
πάλι η επιτυχία στο Πανεπιστήμιο σηματοδότησε και την σκληρή ενηλικίωσή
της στην χώρα: η Ελλάδα με τους ζεστούς ανθρώπους που τόσο αγάπησε
μετατράπηκε αίφνης σε μια χώρα που επιφύλασσε μόνο γραφειοκρατικά
παράλογα και «τρύπια» νομοθεσία σε ό,τι αφορά τους μετανάστες δεύτερης
γενιάς, ακόμη και σε εκείνους που είχαν γεννηθεί, μεγαλώσει και
σπουδάσει στην Ελλάδα. Αγαπώ αυτήν τη χώρα και εκτιμώ τη ζωή εδώ αλλά είναι φοβερό να
διαχωρίζουν συνέχεια τους ανθρώπους. Μετά την ενηλικίωση ανανεώνω κάθε
χρόνο την άδεια παραμονής και η όλη διαδικασία είναι τόσο μειωτική» είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξή της. Με την άδεια παραμονής ξεπέρασε
άλλον έναν σκόπελο, την έναρξη της αναγκαίας ιατρικής ειδίκευσης, καθώς
το ελληνικό κράτος μου έβαζε εμπόδια, πάλι με την ίδια αιτιολογία, ότι
δεν έχω ελληνική ιθαγένεια». Λίγο αργότερα θα ανακάλυπτε ότι παρότι
μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν είχε δικαίωμα ψήφου στις αρχαιρεσίες
του – γεγονός που σήμανε νέα παρέμβαση στο συγκεκριμένο πεδίο με
επικεφαλής την ίδια. Για την Σόλες η ανάδειξη αυτών των θεμάτων που αποτελούν την
καθημερινότητα δεκάδων χιλιάδων συνομηλίκων της, μεταναστών δεύτερης
γενιάς, (εκτιμάται ότι 75.000 παιδιά μεταναστών φοιτούν σε όλες τα
σχολεία της χώρας) έγινε μονόδρομος. Αυτά τα παιδιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης
κατηγορίας» έλεγε πριν από δύο χρόνια μιλώντας σε εκδήλωση
μεταναστευτικών κοινοτήτων και άλλων φορέων με θέμα «Ιθαγένεια για όλα
τα παιδιά». «Η ζωή μας είναι στην Ελλάδα. Μην ‘παγώνετε’ με νόμους και
αποφάσεις τη ζωή μας, το μέλλον μας» ζητούσε από την πολιτεία. Από τον Δεκέμβριο του 2013 η Σόλες Γκόντγουιν ζει στην Κοζάνη ως
ειδικευόμενη στην Παθολογία στο Μαμάτσειο νοσοκομείο. Είχαν προηγηθεί
δύο «άγονα» χρόνια, όπως αυτά που βιώνουν οι περισσότεροι απόφοιτοι
Ιατρικής περιμένοντας μέχρι να «ανοίξει» θέση για ειδικότητα σε
νοσοκομείο. Σε αντίθεση με την αβεβαιότητα και την αγωνία για το μέλλον
της ως γιατρού, επί προσωπικού υπήρχε ηρεμία. Μοιραζόταν πια τη ζωή της με τον Δημήτρη Κερίμη, μοριακό βιολόγο στο
επάγγελμα, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στη διάρκεια των φοιτητικών τους χρόνων στη Θράκη. Η απόσταση Αθήνα- Κοζάνη δεν ήταν εύκολο να διανύεται με μεγάλη συχνότητα, ωστόσο αμφότεροι είχαν αποδεχτεί τις θυσίες που
απαιτούσε η δουλειά τους. Την περασμένη Πέμπτη ο κ. Κερίμης δεν τα
κατάφερε να είναι κοντά της στο δικαστήριο, ωστόσο η Σόλες βρισκόταν
ανάμεσα σε «δικούς» της ανθρώπους, σε δεκάδες συναδέλφους της αλλά και
απλούς πολίτες που έσπευσαν στο δικαστικό μέγαρο της Κοζάνης για να την
στηρίξουν και να την εμψυχώσουν να συνεχίσει να υψώνει τη φωνή της
απέναντι σε κάθε μορφή βίας. Η συμπαράστασή τους ήταν η δικαίωσή της –
ίσως περισσότερο κι από τη μεταμέλεια του 57χρονου.
Via